- άθρησκος
- -η, -οαυτός που αρνείται κάθε θρησκεία, ασεβής, άθεος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άθρησκος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει θρησκεία ή θρησκευτική πίστη, ο άθεος 2. αυτός που παραμελεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα, ο μη θρησκευόμενος, ο μη ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + θρήσκος. ΠΑΡ. αθρησκία] … Dictionary of Greek
αθρήσκευτος — η, ο (Μ ἀθρήσκευτος, ον) [θρησκεύω] αυτός που δεν θρησκεύεται, δεν πρεσβεύει κάποια θρησκεία, ο άθρησκος … Dictionary of Greek
αθρησκία — η 1. άρνηση ή απόρριψη κάθε θρησκεύματος, αρνησιθεΐα 2. έλλειψη θρησκευτικής πίστης, απιστία 3. περιφρόνηση προς τη θρησκεία, ασέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άθρησκος η λ. πλάστηκε από τον Πέτρο Ξανθάκη] … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — η, ο [λιβανίζω] 1. αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθύμιαστος, αθυμιάτιστος 2. αυτός που δεν συχνάζει σε εκκλησίες, και κατ’ επέκταση άθρησκος 3. αυτός που δεν τόν κολάκευσαν, δεν τόν περιέβαλαν με δουλόφρονες ή χαμερπείς κολακείες … Dictionary of Greek
αποβώμιος — ἀποβώμιος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τἀ ἀποβώμια ιερά των οποίων ο καθαγιασμός γίνεται επί του εδάφους και όχι πάνω σε βωμό αρχ. ασεβής, άθρησκος … Dictionary of Greek
παγανιστής — (I) ο, θηλ. ίστρια [παγανίζω] κυνηγός που μετέχει σε παγάνα. (II) ο, θηλ. ίστρια 1. οπαδός τού παγανισμού, μη χριστιανός, ενεργό μέλος μιας πολυθεϊστικής κοινότητας, ειδωλολάτρης 2. μτφ. άθρησκος και ηδονιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. paganus… … Dictionary of Greek